- κτίται
- κτίτηςinhabitant: masc nom /voc plκτίτᾱͅ , κτίτηςinhabitant: masc dat sg (doric aeolic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
κτίται — κτίτης inhabitant masc nom/voc pl κτίτᾱͅ , κτίτης inhabitant masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικτίται — οἱ, Α (επικ. τ.) περικτίονες*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κτίται (< κτίζω). Ο τ. εμφανίζει επίθημα * tā και συνδέεται με το αρχ. ινδ. pari ksit «αυτός που κατοικεί τριγύρω» (βλ. λ. κτίζω)] … Dictionary of Greek